- κάβαισος
- κάβαισος, ὁ (Α)αδηφάγος, άπληστος, λαίμαργος σύντροφος.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κάβαισος, η οποία απαντά και ως ανθρωπωνύμιο, θεωρήθηκε από τους αρχαίους γραμματικούς σύνθετη από τα κάβος και αἶσα (πρβλ. Ἀγόρ-αισος). Την άποψη όμως αυτή θέτει εν αμφιβόλω τόσο το ότι τα σύνθετα σε -αισος δεν είναι συχνά όσο και ότι η δάνεια λ. κάβος δεν είναι γνωστή πριν από τη μετάφραση τών Εβδομήκοντα].
Dictionary of Greek. 2013.